- μεγαλόπρεπος
- -η, -οβλ. μεγαλοπρεπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαυσωλείο — Μεγαλόπρεπος τάφος της Αλικαρνασσού. Κατασκευάστηκε τον 4ου αι. π.Χ. προς τιμήν του Μαυσώλου (377 353 π.Χ.), σατράπη της Καρίας. Το μνημείο, που συγκαταλέγεται μεταξύ των Επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σάτυρο και … Dictionary of Greek
βλωθρός — βλωθρός, ά, όν (Α) (για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < *μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) *melōdh «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… … Dictionary of Greek
Γκλόστερ — (Gloucester).Πόλη (117.900 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (Γκλοστερσάιρ, 564.800 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στην περιοχή του ποταμού Σέβερν, κοντά στα βουνά Τσίλτερν Χιλς. Η πόλη αυτή είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα … Dictionary of Greek
ατράνταχτος — ατράνταχτος, η, ο και ατράνταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακλόνητος: Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε είναι ατράνταχτα. 2. επιβλητικός, μεγαλόπρεπος: Έχει περιουσία αντράνταχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μεγαλόπρεπος, η, ο αυτός που έχει πολυτελή και επιβλητική εμφάνιση: Οι βασιλιάδες φορούσαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)